- ταυτοσήμαντος
- -η, -ο / ταὐτοσήμαντος, -ον, ΝΜΑταυτόσημος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)-* + -σήμαντος (< σημαίνω), πρβλ. πολυ-σήμαντος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταὐτοσήμαντον — ταὐτοσήμαντος masc/fem acc sg ταὐτοσήμαντος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταὐτοσημάντους — ταὐτοσήμαντος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταὐτοσημάντων — ταὐτοσήμαντος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή … Dictionary of Greek
ταυτόσημος — η, ο / ταὐτόσημος, ον, ΝΜ (για όρους, λέξεις, εκφράσεις) αυτός που έχει την ίδια ακριβώς σημασία με άλλον, ταυτοσήμαντος νεοελλ. 1. όμοιος, απαράλλαχτος 2. φρ. «ταυτόσημη διακοίνωση» διακοίνωση που επιδίδεται από πολλούς πρεσβευτές και έχει το… … Dictionary of Greek